παιδοποιήσῃ

παιδοποιήσῃ
παιδοποιήσηι , παιδοποίησις
child-bearing
fem dat sg (epic)
παιδοποιέω
beget children
aor subj mid 2nd sg
παιδοποιέω
beget children
aor subj act 3rd sg
παιδοποιέω
beget children
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παιδοποίηση — η (Α παιδοποίησις) [παιδοποιώ] η τεκνοποίηση, η παιδοποιία …   Dictionary of Greek

  • παιδοποιία — παιδοποιία, η και παιδοποίηση, η η γέννηση, η παραγωγή παιδιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”